πολύναος

πολύναος
πολύ-νᾱος, ον,
A with many temples, Theoc.15.109; [dialect] Ion. [suff] πολύ-νηος EM32.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύναος — και ιων. τ. πολύνηος, ον, Α (για θεότητα) αυτός στον οποίο είναι αφιερωμένοι πολλοί ναοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναος / νηος (< ναός), πρβλ. ομό ναος] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • πολύνηος — ον, Α βλ. πολύναος …   Dictionary of Greek

  • πολύναε — πολύνᾱε , πολύναος with many temples masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”